σουλφογαϊακόλη

σουλφογαϊακόλη
η, Ν
(φαρμ.) φάρμακο αναπληρωματικό τής γαϊακόλης, το οποίο χρησιμοποιείται υπό μορφή αλάτων νατρίου ως αποχρεμπτικό και αντιβηχικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”